- πλάσεις
- πλάσιςmouldingfem nom/voc pl (attic epic)πλάσιςmouldingfem nom/acc pl (attic)πλάσσωformaor subj act 2nd sg (epic)πλάσσωformfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάση — η / πλάσις, εως, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο νεοελλ. 1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν 2. στον πληθ. οι πλάσεις (ποιητ.) τα… … Dictionary of Greek